Jun 16, 2007

Chicken Game


Στις Η.Π.Α. αυτές τις ημέρες γίνεται μεγάλη συζήτηση για το νέο νόμο που πρότεινε η κυβέρνηση Bush για τη μετανάστευση. Μ'αυτόν θα νομιμοποιηθούν εκατομμύρια παράνομοι μετανάστες.

Το νομοσχέδιο οδήγησε σε σύγκρουση των συντηρητικών ρεπουμπλικάνων από τη μία (που δεν θέλουν τους μετανάστες στις ΗΠΑ) και των φιλελεύθερων ρεπουμπλικάνων καθώς και των μεγάλων επιχειρήσεων που είναι υπέρ του νομοσχεδίου. Ο γάϊδαρος (δημοκρατικοί) διασκεδάζει με την σύγκρουση τύπου chicken game. Ελέφαντες είναι οι ρεπουμπλικάνοι.

Η γελοιγραφία δημοσιεύτηκε στις αμερικάνικες εφημερίδες στις 15/6/07 και ανήκει στον Gary Varvel.

Jun 6, 2007

Πέτρα - Ψαλίδι - Χαρτί

Μια εναλλακτική μορφή του παιχνιδιού πέτρα - ψαλίδι - χαρτί, που μας προτείνουν οι φίλοι μας οι Κινέζοι..!

Jun 1, 2007

Περί λήψης αποφάσεων και συναισθήματος ο λόγος..

Ιστορικά στη βιβλιογραφία, συναντά κανείς εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις για το ρόλο των συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων. Στα πλαίσια κυρίως της ορθολογικής παράδοσης, τα συναισθήματα θεωρούνται από οικονομολόγους, ψυχολόγους και άλλους επιστήμονες περισσότερο ως υπονομευτικά των λογικών και ορθολογικών διεργασιών που εμπλέκονται στη λήψη μιας απόφασης και δεν έχουν θέση στις θεωρίες και τα μοντέλα για τη λήψη αποφάσεων. Εδώ συναντάμε τις κλασικές θεωρίες πιθανοτήτων: τη θεωρία της προσδοκώμενης ωφελιμότητας (expected utility theory) όπου η αξία μιας εναλλακτικής προκύπτει από το άθροισμα των ωφελιμοτήτων των αποτελεσμάτων της, το καθένα υπολογιζόμενο από την πιθανότητα του να συμβεί. Ακολουθεί η θεωρία της υποκειμενικής προσδοκώμενης ωφελιμότητας (subjective expected utility theory). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, όπως αναφέρεται στη Μellers (2000),οι άνθρωποι υποθέτουμε ότι κάνουν την επιλογή η οποία μεγιστοποιεί τη μαθηματική έκφραση “ ∑ SiUi “ όπου το S αναπαριστά την υποκειμενική πιθανότητα του ενός αποτελέσματος που σχετίζεται με μία επιλογή και το U αναπαριστά την ωφελιμότητα του αποτελέσματος, δηλαδή την υποκειμενική αξία ή απολαβή για το άτομο που παίρνει την απόφαση.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν επιστήμονες από διάφορους κλάδους που υποστηρίζουν πως τα συναισθήματα παίζουν ουσιαστικό ρόλο στη λήψη μιας απόφασης, Πρόσφατες μελέτες και από το χώρο των νευροεπιστημών- (κλινικές μελέτες και μελέτες με χρήση νευροαπεικονιστικών μεθόδων δείχνουν την ενεργοποίηση συγκεκριμένων περιοχών και κυκλωμάτων που ελέγχουν συναισθήματα στον εγκέφαλο, κατά τη λήψη μιας απόφασης καθώς και από το αποτέλεσμα μιας επιλογής-βλ.σύστημα ανταμοιβής). Σύμφωνα με τον Damasio (1994) για παράδειγμα, καθώς αξιολογεί κανείς τις διάφορες εναλλακτικές, συχνά οι ορθολογικές κρίσεις δεν είναι επαρκείς για να κάνει μια επιλογή ανάμεσα στις εναλλακτικές : «Tα συναισθήματα τη στιγμή που γίνεται η επιλογή καθώς και τα προβλεπόμενα συναισθήματα που αναμένουμε να βιώσουμε ως αποτέλεσμα μιας επιλογής είναι αυτά που μας καθιστούν ικανούς να επιλέξουμε ανάμεσα σε εναλλακτικές, καμία από τις οποίες δεν είναι ορθολογικά ανώτερη από τις υπόλοιπες».Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται καθαρά ο διαχωρισμός των συναισθημάτων σε αυτά που βιώνουμε τη στιγμή που παίρνουμε μια απόφαση και στα συναισθήματα τα οποία προβλέπουμε ή προσδοκούμε πως θα βιώσουμε ως το αποτέλεσμα της απόφασης που θα πάρουμε. Οι πειραματικές έρευνες και οι θεωρίες για τις επιδράσεις των προβλεπόμενων συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων περιορίζονται κυρίως στα συναισθήματα της ευχαρίστησης και της μεταμέλειας: Το βασικό σημείο αυτών των θεωριών είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι επιλέγουν την εναλλακτική με το μεγαλύτερο μέσο όρο προβλεπόμενης ευχαρίστησης και την εναλλακτική που ελαχιστοποιεί την πιθανότητα να βιώσουν μεταμέλεια ως το αποτέλεσμα της επιλογής τους, επιλέγουν δηλαδή την εναλλακτική με την ελάχιστη προβλεπόμενη μεταμέλεια.
Σύμφωνα με τη θεωρία της υποκειμενικής προβλεπόμενης ευχαρίστησης (subjective expected pleasure)των Mellers et al (1999), η προβλεπόμενη ευχαρίστηση σχετίζεται με την επιλογή ως εξής: ένα άτομο που κάνει μια επιλογή ανάμεσα σε μία εναλλακτική με αποτελέσματα Α και Β και μία άλλη, με αποτελέσματα Γ και Δ, για να υπολογίσει τη συνολική ευχαρίστηση της πρώτης εναλλακτικής, προβλέπει την ευχαρίστηση του Α και Β “ζυγίζει” κάθε προβλεπόμενο συναίσθημα με τις πιθανότητες που υπάρχουν να το βιώσει και αθροίζει τα αποτελέσματα. Αντίστοιχα κάνει το ίδιο και για τη δεύτερη εναλλακτική και τελικά το άτομο επιλέγει την εναλλακτική με το μεγαλύτερο μέσο όρο προβλεπόμενης ευχαρίστησης.
Σύμφωνα με τους Mellers και McGraw (2001), όταν οι επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι είναι συνεπείς με τη θεωρία της υποκειμενικής προβλεπόμενης ευχαρίστησης, φαίνεται να συμβαίνει το εξής: μεγαλύτερη προβλεπόμενη ευχαρίστηση τείνει να οδηγεί σε επιλογές με περισσότερο ρίσκο ενώ λιγότερη προβλεπόμενη ευχαρίστηση, οδηγεί σε επιλογές με λιγότερο ρίσκο, στην αποφυγή του ρίσκου δηλαδή.
Οι Loomes et al (1982) και Bell (1982), πρότειναν μια θεωρία επιλογής για την προβλεπόμενη μεταμέλεια. Η μεταμέλεια ορίζεται στους Mellers et al (1999) «ως το συναίσθημα το οποίο βιώνει το άτομο όταν το αποτέλεσμα μιας επιλογής είναι χειρότερο από το αποτέλεσμα που θα έπαιρνε το άτομο εάν είχε κάνει μία διαφορετική επιλογή» (σελ. 332). Η θεωρία της μεταμέλειας των Loomes et al (1982) όπως αναφέρεται στους Zeelenberg et al (1996), βασίζεται σε μια βασική υπόθεση. Η υπόθεση είναι ότι οι συναισθηματικές συνέπειες των αποφάσεων προβλέπονται και λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη της απόφασης. Έτσι, οι τάσεις για αποφυγή του να βιώσουν οι άνθρωποι μετά την απόφαση συναισθήματα όπως η μεταμέλεια, υποθέτουν ότι είναι βασικός παράγοντας της λήψης μιας απόφασης.
Σύμφωνα με τους Zeelenberg et al (1996), έκδηλα ή άδηλα σε όλες τις πειραματικές μελέτες της προβλεπόμενης μεταμέλειας, υπάρχει η ιδέα ότι η προβλεπόμενη μεταμέλεια οδηγεί σε αποστροφή επιλογών που ενέχουν ρίσκο(risk averse). Κατά τους Zeelenberg et al (2004), « η αποστροφή του ρίσκου εκφράζεται με την προτίμηση μιας σίγουρης εναλλακτικής έναντι μιας εναλλακτικής με ρίσκο με την ίδια όμως αναμενόμενη απόδοση.Για παράδειγμα, στο πλαίσιο των πειραμάτων με τυχερά παιχνίδια, σε μια επιλογή να κερδίσει κάποιος 50 δολάρια – η σίγουρη εναλλακτική ή 100 δολάρια ανάλογα με το αν το νόμισμα θα φέρει κορώνα ή γράμματα – εναλλακτική με ρίσκο - , οι άνθρωποι επιλέγουν συχνότερα τη σίγουρη εναλλακτική» (σελ. 166).
Οι Zeelenberg, Beattie, Pligt and Vries (1996) και οι Ζeelenberg και Pieters (2004)στην έρευνά τους, έδειξαν πως η αποφυγή του να βιώσει αυτός που θα πάρει την απόφαση μεταμέλεια, μπορεί να οδηγήσει είτε σε αποφάσεις με περισσότερο ρίσκο είτε σε αποστροφή αποφάσεων με ρίσκο ανάλογα με την ανατροφοδότηση που λαμβάνουν τα άτομα για τις επιλογές.
Tα περισσότερα πειράματα διεξήχθησαν με τυχερά παιχνίδια και αφορούσαν στην επιλογή μεταξύ μιας εναλλακτικής με σίγουρο κέρδος και μιας εναλλακτικής με ρίσκο. Το αποτέλεσμα της εναλλακτικής με σίγουρο κέρδος, είναι εξ’ ορισμού γνωστό. Ωστόσο, όταν κανείς έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές στην πραγματική ζωή, δεν είναι πάντα γνωστό το ποια εναλλακτική είναι ασφαλής και με σίγουρο όφελος. Είναι δύσκολο να το προεξοφλήσει κανείς αυτό. Επιπλέον, σε σημαντικές αποφάσεις που καλείται να πάρει κάποιος συχνά δεν υπάρχει καμία ανατροφοδότηση για τις επιλογές που απέρριψε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στους Zeelenberg et al (1996) «εάν αποφασίσεις να συνεργαστείς με τον τάδε ή να παντρευτείς το δείνα μάλλον δε θα μάθεις ποτέ πόσο επιτυχημένη θα ήταν η συνεργασία εάν είχες επιλέξει έναν άλλο συνεργάτη ή πόσο επιτυχημένος θα ήταν ο γάμος σου εάν είχες παντρευτεί κάποιο άλλο πρόσωπο. Η μόνη ανατροφοδότηση που έχεις σε αυτές τις περιπτώσεις είναι για την επιλογή που έχεις κάνει και τα αποτελέσματα της οποίας βιώνεις» (σελ. 150).
Θα πρέπει να σημειώσουμε βέβαια πως η ακριβής πρόβλεψη των συναισθημάτων που κάποιος ενδέχεται να βιώσει από το αποτέλεσμα μιας επιλογής που θα κάνει, δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής και προσκρούει σε διάφορους άλλους παράγοντες που την επηρεάζουν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στους Wilson et al (2005) «είναι δύσκολο να βάλει κανείς τον εαυτό του στο μέλλον και να φανταστεί τι θα βιώσει. Είναι δύσκολο να επιτευχθεί ένα τέτοιο νοητικό ταξίδι στο χρόνο, μια τέτοια προσομοίωση που ίσως τελικά να οδηγούσε και σε καλύτερες αποφάσεις» (σελ. 134).

Παραπομπές για περαιτέρω μελέτη:
1. Damasio, A. R. (1994). Descartes error: Εmotion, reason and the human brain. New York : Putnam.
2. Loomes, G. & Sugden, R. (1982), Regret theory: An alternative of rational choice under uncertainty. Economic Journal, 92, 805 – 824.
3. Mellers, B. (2000). Choice and the Relative Pleasure of Consequences. Psychological Bulletin, 126, 910 – 924.
4. Mellers, B. & Mc Graw, A. P. (2001). Anticipated emotions as guides to choices. Current Directions in Psychological Science, 10, 201 – 214.
5. Mellers, B., Schwartz, A. & Ritov, I. (1999). Emotion – based choice. Journal of Experimental Psychology : General, 128, 332 – 345.
6. Von Neumann, J. & Morgenstern, O. (1947). Theory of games and economic behaviour. Princeton, NJ : Princeton Theory, 52, 453 – 463.
7. Zeelenberg, M., Beattie, J., Van der Pligt, J. & de Vries, N. (1996). Consequences of regret aversion : Effects of expected feedback on risky decision making. Organizational Behavior and Human Decision Processes, 65, 148 – 158.
8. Wilson, T. D. & Gilbert, D. T. (2005). Affective Forecasting. Current
Directions in Psychological Science, 14, 131 – 134.

Apr 28, 2007

Freakonomics

‘What’s in a name? That which we call a rose

By any other name would smell as sweet...’

Romeo and Juliet, Act II, Scene II

Θα ήθελα να εκφράσω κάποιες σκέψεις με αφορμή το Freakonomics, το οποίο βρήκα κι εγώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο. Το τελευταίο κεφάλαιο Η τέλεια ανατροφή των παιδιών ΜΕΡΟΣ Β’, αναφέρεται στη διαδικασία επιλογής ονόματος του παιδιού, η οποία φαίνεται πως απασχολεί αρκετά τους αμερικανούς γονείς και προφανώς αποτελεί μια σημαντική πτυχή του γενικότερου ζητήματος, που αφορά στο τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει ένας γονιός στα παιδιά του. Στη σελ. 262 αναφέρεται η περίπτωση των δυο αδερφών, του Winner και του Loser, και το παράδειγμα παρατίθεται από τους συγγραφείς για να ενισχυθεί η άποψη ότι «τα ονόματα δεν καθορίζουν τη μοίρα» (“Names dont decide destiny”). Αντιθέτως, θεωρώ, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτών των παιδιών, με την τόσο διαφορετική κατάληξη, ίσως τα ονόματά τους να διαδραμάτισαν έναν καθοριστικό ρόλο. Ο «αδικημένος» αδερφός ήταν αυτός που ονομάστηκε Loser, με ένα όνομα όχι απλώς αντίθετο με αυτό του προηγούμενου αλλά και πολύ αρνητικά φορτισμένο από μόνο του. Ανεξαρτήτως αν εκείνη η επιλογή έγινε χάριν ευφυολογήματος από τη μεριά του πατέρα, σίγουρα οι γονείς συνειδητοποίησαν σύντομα τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να είχε αυτό το όνομα στην ψυχολογία του παιδιού. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, δεν είναι απίθανο ο Loser να δεχόταν άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα πολλή περισσότερη ενθάρρυνση στη διάρκεια της ανατροφής του από ότι ο Winner, ως αντιστάθμισμα στις «ενοχές» των γονιών τους. Το φαινόμενο της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας και της προσδοκίας των άλλων (γονέων ή δασκάλων)», όπως σημειώνεται στην παιδαγωγική ψυχολογία, λειτούργησε, αλλά φαινομενικά αντίθετα από ότι αναμενόταν: Το παιδί που είχε το «πρόβλημα» βοηθήθηκε περισσότερο, πίστεψε το ίδιο στον εαυτό του και εκπλήρωσε τις θετικές προσδοκίες των γονιών του, ενώ το άλλο, που θεωρήθηκε ίσως ευνοημένο, παραμελήθηκε περισσότερο, επαναπαύτηκε το ίδιο στη «θετική ενέργεια» του ονόματός του και τελικά υποχώρησε ευκολότερα στις αντιξοότητες. Απ’ αυτήν την ερμηνευτική σκοπιά, δυστυχώς, ίσως τα ονόματα να καθόρισαν τελικά τη μοίρα.

Από την άλλη μεριά (του ωκεανού), το θέμα δεν απασχολεί τόσο πολύ τους έλληνες γονείς, γιατί, εθιμοτυπικά, πριν καν βρουν το ταίρι τους στη ζωή, γνωρίζουν τον αλγόριθμο επιλογής του ονόματος των παιδιών (τα πρώτα παιδιά θα πάρουν το όνομα του παππού ή της γιαγιάς από την πατρική γενιά, τα δεύτερα από τη μητρική, από το τρίτο και μετά θα πάει εναλλάξ, και αν ο αριθμός των παιδιών είναι μεγάλος, υπάρχουν και οι προπάπποι, οι αγαπημένοι θείοι κ.ο.κ.). Μπορεί έτσι όλοι μας να απολαμβάνουμε μια μικρή γκάμα πανομοιότυπων ονομάτων σε όλο το σόι και την επικράτεια (βλ. και “My big fat greek wedding”, το φαινόμενο το έχουν παρατηρήσει και οι ξένοι αλλά αδυνατούν να το ερμηνεύσουν), αλλά οι γονείς γλιτώνουν τη σκοτούρα που έχουν οι συνάδελφοί τους αμερικάνοι και, επιπλέον, κανείς μας δεν προβληματίζεται για το αν θα εκπληρώσει ή όχι την προσδοκία του ονόματός του, του οποίου το ενδιαφέρον της αρχικής του σημασίας χάθηκε στην μακραίωνη υποχρεωτική κληροδότηση από γενιά σε γενιά. Προσωπικά, πάντα σκεφτόμουν κρυφά, από δημιουργική αντίδραση και μόνον, να σπάσω αυτό το κατεστημένο και να αφιερώσω την πρωταρχική γονεϊκή μου φροντίδα στην εύρεση πρωτότυπων, ευφυών και γεμάτων σημασία ονομάτων για τα μελλοντικά φανταστικά παιδιά μου. Ωστόσο, μετά το Freakonomics, διαπίστωσα γιατί οι προσπάθειές μου αυτές δε θα έχουν καθόλου νόημα, επανεκτίμησα τις παραδοσιακές μας συνήθειες και τελικά φαίνεται ότι τα δυο από τα μελλοντικά φανταστικά παιδιά μου είναι γραφτό να ονομαστούν Γιώργος και Χαρίκλεια. Αυτή είναι η μοίρα τους.

Apr 3, 2007

Creating and Claiming Value

September 2003
What Does it Mean to Create or Claim Value?
Creating and claiming value are two of the most fundamental aspects of negotiation strategy that exist in tension with one another. In any negotiation, the parties must decide whether to be competitive, cooperative, or some of both. (David Lax and James Sebenius call this the "negotiator's dilemma."[1] It is similar to the "prisoners' dilemma" in game theory, because the best outcome for one person is not necessarily the best for both, but if both pursue their best option, they will often both get the worst outcome. This is explained further below, and in the prisoners' dilemma essay.)
Value is created (or the "pie is enlarged") in negotiations through the cooperative process of integrative or interest-based bargaining. This means that the parties in a dispute have managed to find ways to increase the amount of beneficial goods (things they want or that will make their situation better than before) that will be divided between them. This may also be called "joint value" or "joint gains," meaning that new developments are considered improvements by both sides.
The primary way to create value is to focus on the underlying interests of the disputing parties -- why do they want what they want? By sharing information openly and communicating with one another, the parties work to find shared interests and create joint value. Creating value makes it more likely that both sides will get something they want out of the negotiation. This type of mutually-beneficial outcome is called a "win-win" solution.
The competitive process of claiming value involves dividing up a "fixed pie," or the total amount of value available to the disputing parties. This process is most closely associated with distributive bargaining, in which each side tries to get as much of the pie as possible. The more one side claims, the less the other side gets. This is also known as a "win-lose" negotiation. To claim value in a negotiation, you use competitive tactics to try to convince the other side that he wants what you have to offer much more than you want what he has. Some tactics for "winning" at distributive negotiation include starting high; conceding slowly; exaggerating the value of your concessions; minimizing the value of the other's concessions; concealing information; arguing forcefully for principles that imply favorable settlements; making commitments to accept only highly favorable agreements; and being willing to outwait your opponent.[2]

The Link Between Creating and Claiming Value
Davis Lax and James Sebenius argue that creating value and claiming value are linked activities. Creating new value improves both parties' outcomes. However, having created new value, negotiators must still divide the resulting "pie." Unfortunately, the cooperative strategies needed to create value tend to undermine the competitive strategies used to claim value (and vice versa). The exaggeration and concealment needed for effective competition is directly opposed to the open sharing of information needed to find mutual benefits. On the other hand, taking an open cooperative approach makes one vulnerable to the hard bargaining tactics of a competitive negotiator.[3] Therefore, if both parties cooperate, the result is usually good, while if one cooperates and the other competes, the competitor usually does better. However, if both compete, they usually come out worse than they would if both cooperated -- which is the same "payoff structure" as that of the prisoners' dilemma game. The assumption, however, is that claiming value in integrative (i.e., cooperative) situations is more likely to be balanced. This is because the parties are expected to develop cooperative relationships and communicate freely, which is not generally allowed in prisoners' dilemma games.
[1] Lax, David and James Sebenius. "The Manager as Negotiator: The Negotiator's Dilemma: Creating and Claiming Value," in Goldberg, Stephen, Frank Sander and Nancy Rogers, eds. Dispute Resolution. 2nd ed. Boston, MA: Little, Brown and Co., 1992. 49-62.
[2] The listed strategies were drawn from: David Lax and James K. Sebenius, The Manager as Negotiator: Bargaining for Cooperation and Competitive Gain. (New York: Free Press, 1986), 30-32.
[3] Ibid.
Πηγή : εδώ

Apr 2, 2007

ULTIMATUM GAME

Σύμφωνα με μια άλλη ομάδα οικονομολόγων βασικό κίνητρο της συγκεκριμένης συμπεριφοράς στο UG είναι η αμοιβαία ακριβοδικία και δικαιοσύνη (reciprocal fairness and justice). Όταν λοιπόν κάποιος απορρίπτει μία πολύ μικρή ή την ελάχιστη προσφορά, το κάνει γιατί την θεωρεί άδικη (unfair). Μελέτες που έχουν γίνει δείχνουν ότι περίπου το 40-60% των ατόμων δρουν με βάση την αμοιβαιότητα, ενώ το 20-30% δρουν εντελώς εγωιστικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αντρική συμπεριφορά στο εν λόγω παίγνιο συνδέεται με τα επίπεδα τεστοστερόνης στον οργανισμό. Έτσι, οι άντρες που απορρίπτουν μικρές και συνεπώς άδικες (κατ' αυτούς) προσφορές έχουν υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης από εκείνους που τις δέχονται (Fehr and Gachter, 2000).

Apr 1, 2007

Μία άλλη σκοπιά για το Ultimatum Game

Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία οι άνθρωποι δρουν ορθολογικά και με σκοπό την μεγιστοποίηση της ατομικής χρησιμότητας. Στο Ultimatum Game ορθολογικά ακόμα και 100 Ε να σου προσφέρει κάποιος πρέπει να τα αποδέχτεις...κάτι τέτοιο βέβαια δε συνέβη. Αυτό δείχνει μία άλλη προσέγγιση στο όλο θέμα και δείχνει την αλτρουιστική συμπεριφορά...γι'αυτό και ο Μ.Ο. των προσφορών συνολικά των ομάδων ήταν γύρω στο 500-550 {525}...επειδή ακριβώς σκέφτεσαι και τον άλλο παράλληλα{Βέβαια στο συγκεκριμένο παράδειγμα υπήρχε και ο ανταγωνισμός των ομάδων}...Καλύτερη επεξήγηση υπάρχει στο παρακάτω site με παράδειγμα. Link: εδώ