Jun 1, 2007

Περί λήψης αποφάσεων και συναισθήματος ο λόγος..

Ιστορικά στη βιβλιογραφία, συναντά κανείς εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις για το ρόλο των συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων. Στα πλαίσια κυρίως της ορθολογικής παράδοσης, τα συναισθήματα θεωρούνται από οικονομολόγους, ψυχολόγους και άλλους επιστήμονες περισσότερο ως υπονομευτικά των λογικών και ορθολογικών διεργασιών που εμπλέκονται στη λήψη μιας απόφασης και δεν έχουν θέση στις θεωρίες και τα μοντέλα για τη λήψη αποφάσεων. Εδώ συναντάμε τις κλασικές θεωρίες πιθανοτήτων: τη θεωρία της προσδοκώμενης ωφελιμότητας (expected utility theory) όπου η αξία μιας εναλλακτικής προκύπτει από το άθροισμα των ωφελιμοτήτων των αποτελεσμάτων της, το καθένα υπολογιζόμενο από την πιθανότητα του να συμβεί. Ακολουθεί η θεωρία της υποκειμενικής προσδοκώμενης ωφελιμότητας (subjective expected utility theory). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, όπως αναφέρεται στη Μellers (2000),οι άνθρωποι υποθέτουμε ότι κάνουν την επιλογή η οποία μεγιστοποιεί τη μαθηματική έκφραση “ ∑ SiUi “ όπου το S αναπαριστά την υποκειμενική πιθανότητα του ενός αποτελέσματος που σχετίζεται με μία επιλογή και το U αναπαριστά την ωφελιμότητα του αποτελέσματος, δηλαδή την υποκειμενική αξία ή απολαβή για το άτομο που παίρνει την απόφαση.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν επιστήμονες από διάφορους κλάδους που υποστηρίζουν πως τα συναισθήματα παίζουν ουσιαστικό ρόλο στη λήψη μιας απόφασης, Πρόσφατες μελέτες και από το χώρο των νευροεπιστημών- (κλινικές μελέτες και μελέτες με χρήση νευροαπεικονιστικών μεθόδων δείχνουν την ενεργοποίηση συγκεκριμένων περιοχών και κυκλωμάτων που ελέγχουν συναισθήματα στον εγκέφαλο, κατά τη λήψη μιας απόφασης καθώς και από το αποτέλεσμα μιας επιλογής-βλ.σύστημα ανταμοιβής). Σύμφωνα με τον Damasio (1994) για παράδειγμα, καθώς αξιολογεί κανείς τις διάφορες εναλλακτικές, συχνά οι ορθολογικές κρίσεις δεν είναι επαρκείς για να κάνει μια επιλογή ανάμεσα στις εναλλακτικές : «Tα συναισθήματα τη στιγμή που γίνεται η επιλογή καθώς και τα προβλεπόμενα συναισθήματα που αναμένουμε να βιώσουμε ως αποτέλεσμα μιας επιλογής είναι αυτά που μας καθιστούν ικανούς να επιλέξουμε ανάμεσα σε εναλλακτικές, καμία από τις οποίες δεν είναι ορθολογικά ανώτερη από τις υπόλοιπες».Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται καθαρά ο διαχωρισμός των συναισθημάτων σε αυτά που βιώνουμε τη στιγμή που παίρνουμε μια απόφαση και στα συναισθήματα τα οποία προβλέπουμε ή προσδοκούμε πως θα βιώσουμε ως το αποτέλεσμα της απόφασης που θα πάρουμε. Οι πειραματικές έρευνες και οι θεωρίες για τις επιδράσεις των προβλεπόμενων συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων περιορίζονται κυρίως στα συναισθήματα της ευχαρίστησης και της μεταμέλειας: Το βασικό σημείο αυτών των θεωριών είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι επιλέγουν την εναλλακτική με το μεγαλύτερο μέσο όρο προβλεπόμενης ευχαρίστησης και την εναλλακτική που ελαχιστοποιεί την πιθανότητα να βιώσουν μεταμέλεια ως το αποτέλεσμα της επιλογής τους, επιλέγουν δηλαδή την εναλλακτική με την ελάχιστη προβλεπόμενη μεταμέλεια.
Σύμφωνα με τη θεωρία της υποκειμενικής προβλεπόμενης ευχαρίστησης (subjective expected pleasure)των Mellers et al (1999), η προβλεπόμενη ευχαρίστηση σχετίζεται με την επιλογή ως εξής: ένα άτομο που κάνει μια επιλογή ανάμεσα σε μία εναλλακτική με αποτελέσματα Α και Β και μία άλλη, με αποτελέσματα Γ και Δ, για να υπολογίσει τη συνολική ευχαρίστηση της πρώτης εναλλακτικής, προβλέπει την ευχαρίστηση του Α και Β “ζυγίζει” κάθε προβλεπόμενο συναίσθημα με τις πιθανότητες που υπάρχουν να το βιώσει και αθροίζει τα αποτελέσματα. Αντίστοιχα κάνει το ίδιο και για τη δεύτερη εναλλακτική και τελικά το άτομο επιλέγει την εναλλακτική με το μεγαλύτερο μέσο όρο προβλεπόμενης ευχαρίστησης.
Σύμφωνα με τους Mellers και McGraw (2001), όταν οι επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι είναι συνεπείς με τη θεωρία της υποκειμενικής προβλεπόμενης ευχαρίστησης, φαίνεται να συμβαίνει το εξής: μεγαλύτερη προβλεπόμενη ευχαρίστηση τείνει να οδηγεί σε επιλογές με περισσότερο ρίσκο ενώ λιγότερη προβλεπόμενη ευχαρίστηση, οδηγεί σε επιλογές με λιγότερο ρίσκο, στην αποφυγή του ρίσκου δηλαδή.
Οι Loomes et al (1982) και Bell (1982), πρότειναν μια θεωρία επιλογής για την προβλεπόμενη μεταμέλεια. Η μεταμέλεια ορίζεται στους Mellers et al (1999) «ως το συναίσθημα το οποίο βιώνει το άτομο όταν το αποτέλεσμα μιας επιλογής είναι χειρότερο από το αποτέλεσμα που θα έπαιρνε το άτομο εάν είχε κάνει μία διαφορετική επιλογή» (σελ. 332). Η θεωρία της μεταμέλειας των Loomes et al (1982) όπως αναφέρεται στους Zeelenberg et al (1996), βασίζεται σε μια βασική υπόθεση. Η υπόθεση είναι ότι οι συναισθηματικές συνέπειες των αποφάσεων προβλέπονται και λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη της απόφασης. Έτσι, οι τάσεις για αποφυγή του να βιώσουν οι άνθρωποι μετά την απόφαση συναισθήματα όπως η μεταμέλεια, υποθέτουν ότι είναι βασικός παράγοντας της λήψης μιας απόφασης.
Σύμφωνα με τους Zeelenberg et al (1996), έκδηλα ή άδηλα σε όλες τις πειραματικές μελέτες της προβλεπόμενης μεταμέλειας, υπάρχει η ιδέα ότι η προβλεπόμενη μεταμέλεια οδηγεί σε αποστροφή επιλογών που ενέχουν ρίσκο(risk averse). Κατά τους Zeelenberg et al (2004), « η αποστροφή του ρίσκου εκφράζεται με την προτίμηση μιας σίγουρης εναλλακτικής έναντι μιας εναλλακτικής με ρίσκο με την ίδια όμως αναμενόμενη απόδοση.Για παράδειγμα, στο πλαίσιο των πειραμάτων με τυχερά παιχνίδια, σε μια επιλογή να κερδίσει κάποιος 50 δολάρια – η σίγουρη εναλλακτική ή 100 δολάρια ανάλογα με το αν το νόμισμα θα φέρει κορώνα ή γράμματα – εναλλακτική με ρίσκο - , οι άνθρωποι επιλέγουν συχνότερα τη σίγουρη εναλλακτική» (σελ. 166).
Οι Zeelenberg, Beattie, Pligt and Vries (1996) και οι Ζeelenberg και Pieters (2004)στην έρευνά τους, έδειξαν πως η αποφυγή του να βιώσει αυτός που θα πάρει την απόφαση μεταμέλεια, μπορεί να οδηγήσει είτε σε αποφάσεις με περισσότερο ρίσκο είτε σε αποστροφή αποφάσεων με ρίσκο ανάλογα με την ανατροφοδότηση που λαμβάνουν τα άτομα για τις επιλογές.
Tα περισσότερα πειράματα διεξήχθησαν με τυχερά παιχνίδια και αφορούσαν στην επιλογή μεταξύ μιας εναλλακτικής με σίγουρο κέρδος και μιας εναλλακτικής με ρίσκο. Το αποτέλεσμα της εναλλακτικής με σίγουρο κέρδος, είναι εξ’ ορισμού γνωστό. Ωστόσο, όταν κανείς έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές στην πραγματική ζωή, δεν είναι πάντα γνωστό το ποια εναλλακτική είναι ασφαλής και με σίγουρο όφελος. Είναι δύσκολο να το προεξοφλήσει κανείς αυτό. Επιπλέον, σε σημαντικές αποφάσεις που καλείται να πάρει κάποιος συχνά δεν υπάρχει καμία ανατροφοδότηση για τις επιλογές που απέρριψε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στους Zeelenberg et al (1996) «εάν αποφασίσεις να συνεργαστείς με τον τάδε ή να παντρευτείς το δείνα μάλλον δε θα μάθεις ποτέ πόσο επιτυχημένη θα ήταν η συνεργασία εάν είχες επιλέξει έναν άλλο συνεργάτη ή πόσο επιτυχημένος θα ήταν ο γάμος σου εάν είχες παντρευτεί κάποιο άλλο πρόσωπο. Η μόνη ανατροφοδότηση που έχεις σε αυτές τις περιπτώσεις είναι για την επιλογή που έχεις κάνει και τα αποτελέσματα της οποίας βιώνεις» (σελ. 150).
Θα πρέπει να σημειώσουμε βέβαια πως η ακριβής πρόβλεψη των συναισθημάτων που κάποιος ενδέχεται να βιώσει από το αποτέλεσμα μιας επιλογής που θα κάνει, δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής και προσκρούει σε διάφορους άλλους παράγοντες που την επηρεάζουν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στους Wilson et al (2005) «είναι δύσκολο να βάλει κανείς τον εαυτό του στο μέλλον και να φανταστεί τι θα βιώσει. Είναι δύσκολο να επιτευχθεί ένα τέτοιο νοητικό ταξίδι στο χρόνο, μια τέτοια προσομοίωση που ίσως τελικά να οδηγούσε και σε καλύτερες αποφάσεις» (σελ. 134).

Παραπομπές για περαιτέρω μελέτη:
1. Damasio, A. R. (1994). Descartes error: Εmotion, reason and the human brain. New York : Putnam.
2. Loomes, G. & Sugden, R. (1982), Regret theory: An alternative of rational choice under uncertainty. Economic Journal, 92, 805 – 824.
3. Mellers, B. (2000). Choice and the Relative Pleasure of Consequences. Psychological Bulletin, 126, 910 – 924.
4. Mellers, B. & Mc Graw, A. P. (2001). Anticipated emotions as guides to choices. Current Directions in Psychological Science, 10, 201 – 214.
5. Mellers, B., Schwartz, A. & Ritov, I. (1999). Emotion – based choice. Journal of Experimental Psychology : General, 128, 332 – 345.
6. Von Neumann, J. & Morgenstern, O. (1947). Theory of games and economic behaviour. Princeton, NJ : Princeton Theory, 52, 453 – 463.
7. Zeelenberg, M., Beattie, J., Van der Pligt, J. & de Vries, N. (1996). Consequences of regret aversion : Effects of expected feedback on risky decision making. Organizational Behavior and Human Decision Processes, 65, 148 – 158.
8. Wilson, T. D. & Gilbert, D. T. (2005). Affective Forecasting. Current
Directions in Psychological Science, 14, 131 – 134.

No comments: